Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσακπινιά — η, Ν βλ. τσαχπινιά … Dictionary of Greek
τσαχπινιά — και τσακπινιά, η, Ν [τσαχπίνης/ τσακπίνης] 1. πονηριά, κατεργαριά 2. νάζι, σκέρτσο, ερωτικό τέχνασμα … Dictionary of Greek